ἐπαναφορά

ἐπαναφορά
ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά
referring
fem nom/voc/acc dual
ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά
referring
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… …   Dictionary of Greek

  • επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”